Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

Κατι απρόσμενο...

Κάθε φορά που η ανθρωπότητα συναντά κάτι απρόσμενο (μια νέα τεχνολογία, μια άγνωστη περιοχή, μια πρωτόγνωρη έννοια κ.λπ.) τα πράγματα δεν είναι ποτέ εύκολα. Το καινούργιο μάς είναι άβολο, απρόσωπο και ξένο. Χρειαζόμαστε αρκετό καιρό για να συνηθίσουμε στην ιδέα πως υπάρχει, να κατανοήσουμε την πραγματική του φύση και να το ενσωματώσουμε στη ζωή μας.
Αυτή η μακριά και επίπονη προσπάθεια ξεκινάει πάντοτε από τις λέξεις. Αφού δεν ξέρουμε τι πραγματικά είναι αυτό για το οποίο μιλάμε, φροντίζουμε να το παντρέψουμε με αυτό που ήδη γνωρίζουμε. Για παράδειγμα, όσοι είδαν για πρώτη φορά ποδόσφαιρο θεώρησαν πως ήταν απλώς ένα παιγνίδι που παίζεται με μια μπάλα και τα πόδια μας. Γι' αυτό και του έδωσαν ένα αντίστοιχο όνομα. Με την πάροδο του χρόνου βέβαια, έγινε φανερό πως το ποδόσφαιρό έχει και άλλες, πολύ πιο δυσνόητες, πλευρές (π.χ. αποτελεί μια τελετουργική μάχη στην οποία ταυτιζόμαστε με τη μια πλευρά και συμπάσχουμε με όσους κάνουν το ίδιο ή μια θεατρική παράσταση με άγνωστο τέλος). Το όνομα όμως παρέμεινε και θα υπάρχει πάντοτε για να μας θυμίζει πόσο επιφανειακή υπήρξε η πρώτη μας προσπάθεια να περιγράψουμε το δημοφιλέστερο άθλημα του κόσμου.

Αντίστοιχη μοίρα είχε στη γλώσσα μας και ο Κυβερνοχώρος. Η αγγλική λέξη (cyberspace) έχει αρκετά περιπετειώδη καταγωγή (πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον William Gibson στο "Burning Chrome") και αρχικά μεταφράστηκε στα ελληνικά κατά λέξη (Κυβερνοδιάστημα). Η λέξη διάστημα όμως προκαλούσε άλλους συνειρμούς (αστέρια, πλανήτες κ.λπ.) και γι' αυτό αντικαταστάθηκε σύντομα από την πολύ πιο γενική λέξη "χώρος".

Κυβερνοχώρος λοιπόν είναι ο χώρος που δημιουργείται χάρη στην επιστήμη της Κυβερνητικής (της επικοινωνίας μεταξύ μηχανικών και ηλεκτρονικών συσκευών). Για να υπάρξει όμως οποιασδήποτε μορφής χώρος απαιτούνται σταθερά σημεία αναφοράς ενώ ο κυβερνοχώρος στερείται διαστάσεων, σαφώς καθορισμένων ορίων και αμετακίνητων σημείων προσανατολισμού. Το μόνο βέβαιο σημείο αναφοράς μέσα σε αυτόν είναι ο άνθρωπος και οι πράξεις του. Θα μπορούσαμε λοιπόν να ορίσουμε τον κυβερνοχώρο ως το σύνολο των, αποτυπωμένων σε μαγνητικό υλικό, ανθρώπινων πράξεων.

Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, τα μηνύματα που ανταλλάσσουμε μέσω Η/Υ αποτελούν τμήμα του κυβερνοχώρου, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τις web σελίδες ή τα άλλα αρχεία που τοποθετούμε στο Internet ή στο σκληρό μας δίσκο. Ο κυβερνοχώρος όμως δεν τελειώνει εκεί. Θα μπορούσαμε να πούμε πως όλα τα παραπάνω αποτελούν απλώς την ορατή πλευρά του, μια και συνιστούν την ενσυνείδητη αποτύπωση σε ηλεκτρονική μορφή σκέψεων ή πράξεων που προορίζονται για μελλοντική αξιοποίηση από άλλους ανθρώπους (παραλήπτες μηνυμάτων, αναγνώστες αρχείων, χρήστες μιας βάσης δεδομένων κ.λπ.) ή από εμάς τους ίδιους (ημερολόγια, κείμενα ή πληροφορίες που καταγράφηκαν για μελλοντική επεξεργασία κ.λπ.).

Μέρος του κυβερνοχώρου όμως αποτελεί και η αποτύπωση σε χώρους λίγο έως πολύ άγνωστους σ' εμάς των καταλοίπων που αφήνουν οι πράξεις ή οι παραλείψεις μας. Αόρατη, πρωτεϊκή και μυστηριώδης, αυτή η πλευρά του κυβερνοχώρου έχει τεράστια έκταση και μέχρι σήμερα κανείς εξερευνητής ή χαρτογράφος δεν έχει τολμήσει να την περιγράψει ή να χαράξει τα σύνορά της.

Την αποκαλούμε αόρατη γιατί πολύ λίγα από τα μέρη της είναι προσβάσιμα από εμάς. Η cache του browser μας για παράδειγμα περιέχει τις web σελίδες που επισκεφθήκαμε στο πρόσφατο παρελθόν. Αποτελεί λοιπόν - για όσους γνωρίζουν που να ψάξουν - ένα αρκετά ακριβές ημερολόγιο των σελίδων που επισκεφθήκαμε, αποκαλύπτοντας τα θέματα που μας απασχόλησαν, το χρόνο που τους αφιερώσαμε και τις ενέργειες (επιλογές άλλων σελίδων, αγορές κ.λπ.) στις οποίες μας ώθησαν.

Το επίθετο "μυστηριώδης" δίδεται στην άλλη πλευρά του κυβερνοχώρου καθώς κανείς δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει το περιεχόμενό της. Για παράδειγμα, κάθε προμηθευτής υπηρεσιών Internet (ISP), κάθε ηλεκτρονικό κατάστημα και κάθε web site καταγράφουν συνεχώς στα log files τους αναρίθμητες πληροφορίες για τις κινήσεις μας στο δικό τους τμήμα του δικτύου. Μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν ποια στοιχεία συλλέγονται, σε ποιες βάσεις δεδομένων καταχωρούνται και πώς χρησιμοποιούνται.

Τέλος, η άλλη πλευρά του κυβερνοχώρου δικαιούται, και με το παραπάνω, τον χαρακτηρισμό πρωτεϊκή. Όπως ο Πρωτέας, ο θεός που μπορούσε να αλλάξει άπειρες μορφές, έτσι και ο κυβερνοχώρος αλλάζει συνεχώς έκταση, βάθος και υφή. Παλαιά στοιχεία διαγράφονται για να δώσουν τη θέση τους σε καινούργια, νέες ιδέες και τεχνολογίες επιτρέπουν την καταγραφή περισσότερων δεδομένων και καινούργιες ευκαιρίες δίδονται στους χρήστες για να γνωρίσουν τις άγνωστες πλευρές του κυβερνοχώρου και να μάθουν πως να κρύβουν, να τροποποιούν ή να προβάλλουν τα ίχνη τους.

Για έναν υπολογιστή ο οποίος δεν είναι συνδεδεμένος σε κάποιο δίκτυο, ο κυβερνοχώρος (ορατός και αφανής) είναι ατομικός και εύκολα ελέγξιμος. Μπορούμε να τον ρυθμίσουμε έτσι ώστε να έχουμε αποκλειστική πρόσβαση στο περιεχόμενό του και μπορούμε, αν έχουμε τις κατάλληλες τεχνικές γνώσεις, να εξαφανίσουμε τα ίχνη των πράξεών μας μέσα σε αυτόν (π.χ. διαγράφοντας αρχεία ή registry remarks με τρόπο που να είναι αδύνατη η επαναφορά τους).

Δυστυχώς όμως, ο ατομικός κυβερνοχώρος έχει πολύ μικρή έκταση. Γι' αυτό, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να "αποικίσουν" τον παγκόσμιο κυβερνοχώρο συνδέοντας τον προσωπικό υπολογιστή τους με πολλούς άλλους. Γίνονται λοιπόν μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας και, όπως συμβαίνει σε όλες τις κοινότητες, οι πράξεις και οι παραλήψεις τους αρχίζουν να επηρεάζουν τους γύρω τους και να επηρεάζονται από αυτούς. Γι' αυτό και στις μέρες μας, ένα από τα δημοφιλέστερα αντικείμενα συζήτησης μεταξύ των χρηστών του Internet είναι τα όρια της εξουσίας της δικτυακής κοινότητας στα μέλη της και οι κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών.

Eίναι ακόμη πολύ νωρίς για να προβλέψουμε ποιοι γραπτοί και άγραφοι νόμοι και κανόνες συμπεριφοράς θα καθιερωθούν στο Internet και τα άλλα τμήματα του κυβερνοχώρου. Ούτε και μπορούμε να φανταστούμε ποιες μέθοδοι θα χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή τους ή ποιες ποινές θα επιβάλλονται στους παραβάτες (κάποιας μορφής κυβερνοεξορία ίσως;)

Πάντως, η πρόσφατη μόδα ταινιών με θέμα την περιπλάνηση στον κυβερνοχώρο (Matrix, 13ο πάτωμα κ.λπ.) δείχνει πως το κοινό αρχίζει να αντιλαμβάνεται τόσο τις δυνατότητες όσο και τους κινδύνους που συνοδεύουν την επέκταση του κυβερνοχώρου σε όλο και περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ας ελπίσουμε πως, όπως οι κινηματογραφικές παραγωγές με αντικείμενο τον πυρηνικό όλεθρο (Mad Max, Η επόμενη μέρα κ.λπ.) βοήθησαν στην κατανόηση ενός από τα καίρια προβλήματα της εποχής του ψυχρού πολέμου, έτσι και η πρόσφατη ενασχόληση με τον κυβερνοχώρο θα μας βοηθήσει να προστατευτούμε από τους, άγνωστους ακόμη, κινδύνους που δημιουργούν τα ίδια τα δημιουργήματά μας.

Ισπανοί επιστήμονες

Ισπανοί επιστήμονες έκαναν ένα τεράστιο άλμα στην εξέλιξη των ρομπότ, φτιάχνοντας την πρώτη τεχνητή παρεγκεφαλίδα, σκοπεύοντας στην συνεργασία και αλληλεπίδρασή τους με τον άνθρωπο.
Η παρεγκεφαλίδα βρίσκεται στο πίσω-κάτω μέρος του εγκεφάλου και ελέγχει την ισορροπία, τις μυϊκές κινήσεις και τον συντονισμό των μυών.
Σκοπός του εγχειρήματος αυτού είναι η εμφύτευση της τεχνητής παρεγκεφαλίδας σε ένα ρομπότ, ώστε οι κινήσεις και η αλληλεπίδραση με τον άνθρωπο να είναι πιο φυσική.
Τελικός στόχος είναι η εμφύτευση της παρεγκεφαλίδας σε ένα ρομπότ που θα σχεδιαστεί από το Γερμανικό Αεροδιαστημικό Κέντρο σε δύο χρόνια.
Οι ερευνητές ελπίζουν πως το εγχείρημά τους αυτό θα τους βοηθήσει, εκτός των άλλων, να συλλέξουν στοιχεία ως προς την αντιμετώπιση νοητικών παθήσεων, όπως το Πάρκινσον.
Το τετραετές εγχείρημα, που φέρει την ονομασία Sensopac (αισθητικοκινητική συγκρότηση αντίληψης και πράξης για την προκύπτουσα γνώση) χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το Έκτο Πρόγραμμα-πλαίσιο και συμμετέχουν φυσικοί, νευρολόγοι και ηλεκτρολόγοι-μηχανικοί από κορυφαία Πανεπιστήμια σε όλη την Ευρώπη.
Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Γρανάδας επικεντρώνονται στον σχεδιασμό μικροτσίπ, όπου θα ενσωματώσουν ένα πλήρες νευρωνικό σύστημα και θα εξομοιώνουν τον τρόπο που αλληλεπιδρά η παρεγκεφαλίδα στο ανθρώπινο νευρικό σύστημα.
Εμφυτεύοντας την τεχνητή παρεγκεφαλίδα στο ρομπότ, θα του επιτρέπεται να χειρίζεται και να αλληλεπιδρά με άλλα αντικείμενα με πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από πριν.
«Παρόλο που τα ρομπότ είναι ολοένα και πιο σημαντικά στην κοινωνία μας και διαθέτουν πολύ προηγμένη τεχνολογία, δεν μπορούν εντούτοις να επιτελέσουν το έργο των θηλαστικών για παράδειγμα» υποστηρίζει ο Καθηγητής Eduardo Ros Vidal, συντονιστής του εγχειρήματος στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας.
Και προσθέτει: «Μιλάμε εδώ και αρκετά χρόνια για ανθρωποειδή αλλά δεν τα συναντάμε εντούτοις στο δρόμο, ούτε εκμεταλλευόμαστε τις απεριόριστες δυνατότητες που μας προσφέρουν».
Μία πιθανή χρήση των ρομπότ θα ήταν ως οικιακοί βοηθοί σε άτομα με αναπηρία.
Το επόμενο βήμα στο εγχείρημα του Sensopac θα είναι η δημιουργία τεχνητού ιστού δέρματος, που θα είναι ευαίσθητο στις πληροφορίες, ώστε τα ρομπότ να μοιάζουν πιο πολύ στον άνθρωπο.

Κοντά στη δημιουργία τεχνητής ζωής βρίσκονται οι επιστήμονες, η οποία πιθανολογείται ότι θα συμβάλει στην επίλυση σημαντικών προβλημάτων, όπως η ίαση ανίατων ασθενειών και η καταπολέμηση του φαινόμενου του θερμοκηπίου.
Τα πρωτοκύτταρα αυτά θα είναι κατασκευασμένα από τις βασικές χημικές βάσεις του ανθρώπινου DNA, και οι ειδικοί, για την δημιουργία του πρώτου κυττάρου συνθετικής μορφής ζωής, θα χρειαστούν τρία έως δέκα χρόνια εντατικών ερευνών. Σύμφωνα με τον διευθύνων σύμβουλο της "Protolife" της Βενετίας, Μαρκ Μπεντό, η δημιουργία των πρωτοκυττάρων αναμένεται να ρίξει περισσότερο φως στην προέλευση μας, την θέση μας στο σύμπαν, να απαντήσει σε ένα από τα μυστήρια της δημιουργίας στο σύμπαν και του ρόλου μας σε αυτό.
Ωστόσο, για να υλοποιήσουν οι ειδικοί επιστήμονες τον στόχο τους θα πρέπει προηγουμένως να υπερκεράσουν τρία εμπόδια: α) η δημιουργία μεμβράνης-ασπίδα κατά βλαβερών μορίων, που παράλληλα θα επιτρέπει την είσοδο στα χρήσιμα και θα ελέγχει την αναπαραγωγική ικανότητα, β) η ανάπτυξη γενετικού συστήματος που θα ελέγχει τις λειτουργίες του κυττάρου και γ) η ύπαρξη μεταβολισμού που θα βοηθά στην λήψη πρώτης ύλης και την μετατροπή της σε ενέργεια.
Αισιόδοξος για την πορεία των μέχρι τώρα ερευνών παρουσιάζεται ο Τζακ Σζόστακ της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ο οποίος προβλέπει ότι μέσα στους επόμενους έξι μήνες, θα υπάρξει ανακοίνωση για την επίτευξη του πρώτου βήματος, την κατασκευή δηλαδή της κυτταρικής μεμβράνης, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα.
Οι προσπάθειες μέχρι σήμερα των επιστημόνων βρίσκονται στη δοκιμασία της χρησιμότητας των λιπαρών οξέων.

Technorati Profile

Ο Μάριος

Ώσπου ήλθε η δεκαετία του ’60 κι έφερε την επανάσταση στους άντρες. Μακρυμάλληδες, χίπη, μουσάτοι, ήταν οι δήμιοι των παλιών μπαρμπέρηδων. Πόσα και πόσα κουρεία δεν έκλεισαν αυτή τη 10ετία. Ακόμη και ως τα τέλη της 10ετίας του 1970. Τα μπαρμπεράκια άφηναν το ένα μετά το άλλο το ψαλίδι, το ξυράφι, τη μηχανή και την τσατσάρα και έκαναν οτιδήποτε άλλο επάγγελμα για να επιβιώσουν.
Στη συνέχεια στις δεκαετίες του 1980-1990, άνθισαν τα κομμωτήρια ανδρικά και γυναικεία. «Φτάσαμε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 σε μία πόλη 23000 κατοίκων να λειτουργούν περίπου 40 επίσημα κομμωτήρια κι άλλα τόσα ανεπίσημα. Πολύ μεγάλος, τεράστιος αριθμός».
Τα κουρεία έως τότε έφθιναν. Οι παλιοί κουρείς ένας - ένας έβγαιναν στην σύνταξη. Ένας – δύο έμειναν και κάποιο νέοι τότε, που συνέχιζαν την οικογενειακή παράδοση.
Ο Μάριος είχε πάρει από μικρός την απόφασή του. «Εγώ θα γίνω κουρέας», έλεγε στην οικογένεια και στους φίλους του.
Σε όσους τον απέτρεπαν να ασχοληθεί με την κομμωτική τόνιζε ότι του αρέσει το ψαλιδάκι και η τσατσάρα.
Μεγάλωσε παίζοντας στην πλατεία του Αγίου Ισιδώρου. Ερασιτέχνης ακόμη, όταν έβρισκε την ευκαιρία, έβαζε κάτω τους φίλους του και τους περιποιόταν το μαλλί. «Είχα πολλές και καλές παρέες. Ξέρω ότι αφενός τους περιποιόμουν, κι αφετέρου μάθαινα».
Μετά το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο, δεν υπήρχε άλλος δρόμος για εκείνον. Κομμωτική. Σχολή Μαθητείας του ΟΑΕΔ. Πήγε το 1999 και πήρε πτυχίο το 2002. "Από την πρώτη στιγμή το ξεκαθάρισα στους δασκάλους ότι δεν με ενδιαφέρει η κομμωτική, αλλά στόχος μου είναι το ανδρικό κουρείο".
Τρία χρόνια στη σχολή, δεν έχει και τις καλύτερες αναμνήσεις. «Αν εξαιρέσουμε κάποια πρόσωπα που έδειχναν ενδιαφέρον να μας μάθουν τη δουλειά, μεμονωμένα κι ατομικά, δεν θα έλεγα ότι τότε τουλάχιστον υπήρχε ακόμη στη σχολή η αναγκαία υποδομή και το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα για να βγει κανείς από εκεί καλός κομμωτής ή κουρέας. Την δουλειά κυρίως την μάθαμε στα κομμωτήρια και τα κουρεία που δουλέψαμε για την υποχρεωτική πρακτική εξάσκηση και την εξασφάλιση των απαραίτητων ενσήμων, που θα μας έδιναν την δυνατότητα μετά την αποφοίτηση να αποκτήσουμε άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος κι άδεια λειτουργίας καταστήματος, μαζί με την απαραίτητη χρονική εμπειρία που προβλέπουν οι νόμοι».
Βέβαια, όπως ομολογεί κι ο ίδιος, σαν νεαρός τότε, ήταν αρκετά ζωηρός, του άρεσαν οι πλάκες, αντιδρούσε έντονα και πολλές φορές έφερνε τους δασκάλους και τη διοίκηση σε δύσκολη θέση.
Ο Μάριος είχε βάλει στόχο να ανοίξει κουρείο κι αυτό έκανε. Σύγχρονος άνθρωπος, μοντέρνος νέος. Σε ποιους απευθύνεται ηλικιακά; «Σε όλους. Από τα μικρά παιδιά έως τους ηλικιωμένους. Μόνο ξύρισμα δεν κάνω. Το ξυράφι δεν με ελκύει. Άλλωστε πλέον δεν συμφέρει αφενός να χάνεις ώρα για ένα ξύρισμα που κοστίζει ελάχιστα, αφετέρου όμως ποιος ξυρίζεται πια στο κουρείο;»
Εκείνο που κράτησε ιδιαίτερα ως μάθημα απ’ τη σχολή είναι η προσωπογραφία. "Μάθαμε τι κούρεμα να προτείνουμε στον κάθε πελάτη, τι χτένισμα, τι χρώμα μαλλιών ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, το χρώμα της επιδερμίδας και των ματιών, την προσωπικότητα του κάθε πελάτη ξεχωριστά.

τραγούδια της τάβλας

Μεταξύ άλλων στο χωριό υπηρέτησαν οι δάσκαλοι: Ιούλιος Αγγελίδης, Όλγα Κακιάδου, Γεώργιος Καρβέλας, Αλίκη Ελευθεριώτου, Παναγιώτης Ξανθόπουλος, Πηνελόπη Κάργα, Σωτήριος Φραγκόπουλος, Γεώργιος Αγαλιανός, Ευστράτιος Τσαντήλας, Ιουλία Αδαμίδου κ.ά.

Εδώ λοιπόν εγκαταστάθηκαν 556 πρόσφυγες από το Ρεΐσντερε (Ρεΐς-Ντερέ ή Ρεΐς-Δερέ, στα τούρκικα: Reisdere) του Τσεσμέ (Κρήνης) της χερσονήσου της Ερυθραίας της Μικρασίας. Οι πρόσφυγες, που βρέθηκαν σε μια ξένη πατρίδα, αγωνίστηκαν σκληρά για την επιβίωσή τους και την έκαναν τελικά δική τους. Δάμασαν την γη, έδωσαν και πήραν πολιτισμό, πρόκοψαν.

Μια πλήρης “κομπανία” στην Αγιάσο αποτελείται από 6 όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι “μουζικάντες” που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα γύρω στο 1916 – 17, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη, ενώ λίγο αργότερα έρχεται το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο όμως μαθαίνουν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο μπαίνει και το μπουζούκι, το οποίοι παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.

Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.

Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους Λεσβιακούς από τους Μικρασιάτικους σκοπούς. Λέσβος και Μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το Σμυρνέικο, το Περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι εθνικοί ύμνοι της Λέσβου, είναι τα “Ξύλα”, συρτό προερχόμενο μάλλον από τουρκικό εμβατήριο και ο “κιόρογλου”, ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία.

Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.

Οι “μουζικάντες” κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π. είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το “Αναγνωστήριο”, το πνευματικό κέντρο της Αγιάσου, τους έκλεινε όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του και οι συντεχνίες όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.

Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε δε η “χαρτούρα” που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.

Στις χοροεσπερίδες δεν συνηθιζόταν “χαρτούρα”, αλλά γινόταν συμφωνία από πριν. Στους γάμους κ.λ.π. όπου το κέρδος ήταν δεδομένο, δεν προηγούνταν συμφωνία. Συνήθως προτιμούσαν τα πιο γενναιόδωρα σπίτια.

Οι μουζικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Απ’ το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που “είχε” τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουζικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι, όπως λένε οι ίδιοι.

Αναμεσα.

ΑΝΑΜΕΣΑ σε όλες τις Καλές Τέχνες, η μουσική είναι η μόνη που, ανεξάρτητα από θεωρίες για την καταγωγή, τη γένεση, τη φύση και τη λειτουργία της, χρησιμοποιήθηκε τόσο πλατιά και διαχρονικά και ως θεραπευτικό μέσο. Είναι αληθινά παράδοξο ότι, ενώ για τη φύση και τον σκοπό της μουσικής, φιλοσοφία και επιστήμες δεν μπόρεσαν ποτέ να συμφωνήσουν, οι θεραπευτικές ιδιότητές της γνώρισαν καθολική αναγνώριση. Εύλογο συνεπώς και το ερώτημα: σε τι οφείλει η μουσική τη δυνατότητα να εισέρχεται στην περιοχή της επιστήμης δίχως να εγκαταλείπει τον χώρο της τέχνης; Ποιες ιδιότητες συνιστούν αυτήν την ιδιαιτερότητά της να γίνεται εργαλείο στα χέρια των μουσικοθεραπευτών, των ψυχιάτρων, των φυσιοθεραπευτών, των ειδικών παιδαγωγών, και μάλιστα τόσο αποτελεσματικό, ώστε να έχει διατυπωθεί (Νοβάλις) η άποψη, πως «η κάθε ασθένεια είναι ένα μουσικό πρόβλημα και η θεραπεία μια μουσική λύση;».

Η Αγ. Καικιλία, προστάτις της μουσικής, ανάμεσα στον απόστολο Παύλο, τον ευαγγελιστή Ιωάννη, τον Αυγουστίνο και τη Μαγδαληνή. Ο πίνακας αυτός του Ραφαήλ, φιλοτεχνημένος το 1514, βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Μπολόνια.
Προτού επιχειρηθεί οποιαδήποτε απάντηση, θεωρείται σκόπιμο, πρώτον: να διευκρινισθεί ότι η ιδιαιτερότητα της μουσικής δεν οφείλεται στην αποκλειστικότητα των καθέκαστα ιδιοτήτων, αλλά στη συγκέντρωση και στη σύνθεση πολλών ιδιοτήτων, που τής προσδίδουν έναν χαρακτήρα μοναδικό· δεύτερο: να τονιστεί ότι η μουσικοθεραπεία δεν υποκαθιστά τη φαρμακευτική αγωγή, την ψυχοθεραπεία, την ψυχανάλυση, τη φυσιοθεραπεία, την εργοθεραπεία, την ειδική παιδαγωγική· είναι μέσον, μέθοδος που έρχεται συνεπίκουρος όλων των άλλων επιστημονικών μέσων και μεθόδων. Ενώ, όμως, η μουσική δρα με αυτοτέλεια, παράλληλα, (και αυτό αποτελεί μια από τις βασικές ιδιότητες που συνθέτουν την ιδιαιτερότητά της), δρα ως καταλύτης και συντελεί στην ομαλότερη πορεία και εφαρμογή της όλης θεραπευτικής αγωγής. Η μουσικοθεραπεύτρια Χάνα Φακ, γράφει σχετικά: «Στη μουσικοθεραπεία ανατίθεται ο ειδικός ρόλος της προετοιμασίας· ανοίγει τον δρόμο για την εφαρμογή άλλων θεραπευτικών μεθόδων, δεδομένου ότι ενεργοποιεί θετικές διαδικασίες για την επικοινωνία με το περιβάλλον, την κίνηση, την ανάπτυξη της ικανότητας του λόγου, τη νοητική ωρίμαση». Η ερευνήτρια aντελαϊντ Χούμπερ ενισχύει την παραπάνω άποψη, επικαλούμενη τις εκθέσεις πολλών ερευνητικών κέντρων της Ευρώπης και της Αμερικής, σύμφωνα με τις οποίες «τα αυτιστικά παιδιά επιτυγχάνουν καλύτερες επιδόσεις όταν οι προσπάθειες που τους ανατίθενται, συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με τη μουσική».2 Η μουσική, με την υποκινητική, παρορμητική της δύναμη, συντελεί στην κατανίκηση των αναστολών και του φόβου. Εξάλλου, η επενέργειά της στηρίζεται στην ηδονοθηρική φύση του ανθρώπου· το ευχάριστο άκουσμα λειτουργεί ως κίνητρο, η πράξη αποκτά νόημα, γίνεται επιδίωξη. Η συγκίνηση μεταβάλλεται σε κίνηση. «Η θέληση για κίνηση», γράφει η γνωστή μουσικοθεραπεύτρια Γερτρούδη Oρφ που εφάρμοσε το σύστημα Oρφ στη μουσικοθεραπευτική πράξη, «είναι πολύ σημαντικός παράγων για τη λειτουργία της κίνησης. [...] Οι ασκήσεις αποκτούν νόημα στο πλαίσιο μιας μουσικής πράξης, που δεν αντιμετωπίζεται από τον ασθενή ως άνωθεν επιβαλλόμενη υποχρέωσή του. Η επανάληψη ασκήσεων συνοδευμένη από μια ρυθμική φράση, συντελείται υπαγορευμένη από μια μουσική αναγκαιότητα». Και καταλήγει: «Δεν είναι ολιγότερο επιστημονικές ή μικρότερης θεραπευτικής αξίας τέτοιου είδους ασκήσεις, που χάρη στη ρυθμική ή μελωδική συνοδεία μεταβάλλονται σε παιχνίδι». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η λέξη «παίζω» χρησιμοποιείται σε τόσες γλώσσες για να ονομαστεί και να περιγραφεί η πράξη της εκτέλεσης ενός μουσικού έργου. Πέρα από κάθε γλωσσολογική άποψη, η σύμπτωση της σήμανσης της ίδιας πράξης με την ίδια λέξη σε περισσότερες γλώσσες, φανερώνει πως η διάθεση του ανθρώπου για τη μουσική έχει άμεση σχέση με τη διάθεσή του για παιχνίδι. Και το σωστό παιχνίδι είναι, ίσως, ο αποτελεσματικότερος τρόπος στην άσκηση της αγωγής, είτε με την παιδαγωγική έννοια, είτε με την έννοια της θεραπευτικής αγωγής. Η εναλλακτική και ταυτόχρονα συνδυαστική δυνατότητα, η μουσική να αντιμετωπίζεται και ως τέχνη και ως παιχνίδι, αποτελεί μια ακόμη ιδιότητα από εκείνες που συνθέτουν τη ιδιαιτερότητά της· και όχι την τελευταία.

Η μουσική διαθέτει το εξαιρετικό πλεονέκτημα να επενεργεί όχι μόνο ως κατ' εξοχήν ακουστικό γεγονός-ερέθισμα, αλλά και ως οπτικό και ως απτικό· επιστρατεύει, δηλαδή, τρεις από τις πέντε αισθήσεις του ανθρώπου: την ακοή, την όραση και την αφή. Τα μουσικά όργανα παράγουν ακουστικά ερεθίσματα, η θέαση των οργάνων και της μουσικής σημειογραφίας γεννά αισθήματα οπτικά, ενώ το απλό άγγιγμά των οργάνων κατά τους χειρισμούς που απαιτούνται για να αποδώσουν ήχο, προκαλεί αισθήματα θερμοκρασίας, πίεσης, πόνου και βέβαια, μυϊκά, που δίνουν πληροφορίες για τη θέση των μελών του σώματος, τις κινήσεις τους και την αντίστασή τους απέναντι στα αντικείμενα του φυσικού κόσμου. Συνεπώς, η ακρόαση, πολύ περισσότερο η άσκηση της μουσικής, εξασφαλίζει το μέγιστο δυνατό αριθμό παραστάσεων. Τη σημασία του γεγονότος αυτού αντιλαμβάνεται κανείς όταν αναλογισθεί ότι «η ικανότητα του ανθρώπου να αποταμιεύει τις εντυπώσεις του με τη μορφή παραστάσεων και να έχει τις πληροφορίες τούτου του είδους στη διάθεσή του, όταν τις χρειάζεται για να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, είναι ένα από τα πνευματικά προσόντα που έδωσαν στον άνθρωπο το προβάδισμα μέσα στο βασίλειο των ζώων».

Το σπουδαιότερο μουσικό όργανο, που διακρίνεται για τις ανεξάντλητες τεχνικές και εκφραστικές του ικανότητες είναι η ανθρώπινη φωνή. Αριστερά η Μαρία Κάλλας σε δοκιμή για τον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι στη Σκάλα του Μιλάνου το 1951.
Η μουσική, λοιπόν, εξασφαλίζει τη δυνατότητα για μια πολύ-αισθητηριακή αντίληψη του κόσμου. Αυτό προσθέτει μια ακόμη ιδιότητα, από εκείνες που συνθέτουν την ιδιαιτερότητά της, οι οποίες μάλιστα πληθαίνουν όσο προχωρεί κανείς στη θεώρηση των ψυχολογικών φαινομένων και ανακαλύπτει νέες σχέσεις. Θα αναφερθώ σε μερικές μόνο. Σύμφωνα με τη Γενική Ψυχολογία η δύναμη των συνειρμών εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι η προσοχή. Επίσης, στην επιλογή των συνειρμών κατά την ανάπλαση παίζει ρόλο η ψυχική διάθεση. Oχι μόνο η καθημερινή εμπειρία, αλλά και οι παρατηρήσεις των ειδικών (μουσικοθεραπευτών, παιδαγωγών, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών) οδηγούν στη διαπίστωση ότι με τους ανεξάντλητους τρόπους της, με τα ποικίλα ερεθίσματά της, η μουσική αποδεικνύεται το πιο ενδεδειγμένο μέσο για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος και τη συγκράτηση της προσοχής, για τη γέννηση ευχάριστων συναισθημάτων και την ανάπλαση ενός προσφιλούς κόσμου παραστάσεων. Για ένα τρομαγμένο αυτιστικό παιδί (που αποστρέφεται το περιβάλλον και εκδηλώνει τον φόβο από τον οποίο διακατέχεται με μια επίμονη στερεοτυπία και αδιαπέραστη ενδοστρέφεια), ή για ένα ανήσυχο, ερειστικό παιδί (που καταστρέφει κάθε γέφυρα επικοινωνίας με το περιβάλλον), ή ακόμη για το άτομο που βασανίζεται από ακατανίκητη μελαγχολία, η σημασία αυτής της διαπίστωσης ενισχύει πολλαπλά τη μοναδικότητα της μουσικής και της εξασφαλίζει τις ιδιότητες που συντρέχουν ώστε να στηριχτεί επ' αυτής μια θεραπευτική μέθοδος με τόσο πλατιά διάδοση και τόσες εφαρμογές όπως η μουσικοθεραπεία.

Η πολύ-αισθητηριακή επενέργεια της μουσικής και η εμψυχωτική, παρορμητική της δύναμη εξασφαλίζει τις φυσικές προϋποθέσεις, ενδυναμώνει τη βούληση και αυξάνει το ψυχικό σθένος. Eτσι, ακόμη και η απώλεια της όρασης δεν στάθηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο και κατανικήθηκε από μουσικοπαιδαγωγούς, όπως ο αείμνηστος Χαράλαμπος Παπαλάμπρου, καθηγητής της φωνητικής και δάσκαλός μου, καθώς και ο διακεκριμένος πιανίστας Γιώργος Θέμελης. Ο μουσικός, ιδίως εκείνος που παίζει όργανο, ποτέ δεν κινδυνεύει να πάψει να «ακούει» νοερά τη μουσική· την τρανότερη απόδειξη γι' αυτό προσφέρει η Ιστορία της Μουσικής στο πρόσωπο του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.

Γεννάται, φυσικά, το ερώτημα, αν και τι μπορεί να προσφέρει η μουσική σε περίπτωση κώφωσης. Η απάντηση της επιστήμης είναι θετική. Σε περίπτωση παντελούς έλλειψης ακοής το ακουστικό αίσθημα αντικαθίσταται από το απτικό· ο παλμός της χορδής ενός εγχόρδου οργάνου, η δόνηση της μεμβράνης ενός τυμπάνου, η παλλόμενη επιφάνεια ενός πνευστού, σε συνδυασμό με τις οπτικές παραστάσεις των οργάνων, των μουσικών συμβόλων, των ζωγραφικών παραστάσεων του μουσικού κειμένου, όπως επίσης σε συνδυασμό με τις κινητικές παραστάσεις και τον χορό, υποκαθιστούν τον ήχο και δεν αποκλείουν το «μουσικό» βίωμα. Αλλά και σε περιπτώσεις βαρύτατων παθολογικών καταστάσεων, παιδιών χωρίς ουδεμία αισθητηριακή πρόσβαση στο περιβάλλον, η παλμική δόνηση ενός οργάνου που έρχεται σε επαφή με το σώμα τους (τα οστά του κρανίου), αρκεί πολλές φορές για να ξυπνήσει τα «κοιμισμένα» νευρικά και εγκεφαλικά κύτταρα. Αυτή η πρώτη αφύπνιση μπορεί να φέρει μια αρχικά ισχνή σύνδεση και επικοινωνία με το περιβάλλον, αλλά ιδιαίτερα αναγκαία για την περαιτέρω θεραπευτική αγωγή και βελτίωση της κατάστασης.

Η σπουδαιότητα των μουσικών οργάνων έγκειται: 1) στο γεγονός ότι τροφοδοτούν τη συνείδηση με πληροφορίες, όπως τα σχήματα, το μέγεθος, οι διαστάσεις, τα χρώματα, το βάρος, τα υλικά κατασκευής, οι κρότοι, οι μουσικοί ήχοι, η ένταση, η διάρκεια, το ύψος, το χρώμα των τόνων και τόσες άλλες, απαραίτητες για την αντίληψη του περιβάλλοντος κόσμου και 2) στο ότι αποτελούν κατά κάποιο τρόπο προέκταση των μελών του σώματος, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις αναπηριών που αφορούν τα άνω ή τα κάτω άκρα· στο ανάπηρο μέλος (άνω άκρο) μπορεί να προσδεθεί το δοξάρι ενός εγχόρδου.

Εξάλλου, το σπουδαιότερο μουσικό όργανο, εκείνο που διακρίνεται για τις ανεξάντλητες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες, το φωνητικό, είναι ενσωματωμένο στον ανθρώπινο οργανισμό. Επίσης, καθώς είναι γνωστό, στη μουσική των πρωτόγονων και των εξω-ευρωπαϊκών πολιτισμών, αλλά και στη δημοτική μας μουσική, το ίδιο το σώμα χρησιμοποιείται για μουσικό όργανο (θυμίζω τα ποδοκροτήματα, τις κρούσεις των χεριών μεταξύ τους ή πάνω στο σώμα - τρόποι ρυθμικών τονισμών ή ρυθμικών σχημάτων συνοδευτικών του τραγουδιού και του χορού). Η άμεση, σωματική αίσθηση του ρυθμού συντελεί αποφασιστικά στο να αποκτηθούν οι γνώσεις της διάρκειας και των χρονικών σχέσεων, του ταυτόχρονου και της διαδοχής, γνώσεις απαραίτητες για την αντίληψη του χρόνου. Σχετικά με την αντίληψη του χρόνου, τόσο βασική προϋπόθεση για την γνώση του κόσμου και για την ενσυνείδητη παρουσία του ανθρώπου μέσα σ' αυτόν, ας προστεθεί πως η μουσική, ως φαινόμενο εξελισσόμενο μέσα στον χρόνο, διαθέτει μια ιδιότητα μοναδική: χάρη στη μνήμη και στη φαντασία, σε κάθε στιγμή της συναντώνται και συνυπάρχουν ό,τι προηγήθηκε με αυτό που έπεται, ώστε το παρόν συμβιώνει με το παρελθόν και το μέλλον. Ακριβώς αυτή η διαρκής «βίωση σε τρεις χρόνους», η συνείδηση, δηλαδή, του ανθρώπου, όχι μόνο ότι υπάρχει αλλά ότι υπήρξε και θα υπάρξει, αποτελεί βασική, ειδοποιό διαφορά που τον διακρίνει από το ζώο.


Η συνειρμική ανάπλαση παραστάσεων (χάρη στην οποία άτομα μουσικώς εκπαιδευμένα, όταν χάνουν την αίσθηση της ακοής εξακολουθούν να ακούν νοερά τη μουσική, βλέποντας το μουσικό κείμενο ή εκτελώντας το έργο με οποιοδήποτε όργανο) δεν γίνεται φυσικά τυχαία· σύμφωνα με τα δεδομένα της Γενικής Ψυχολογίας η επιλογή των παραστάσεων που αναπλάθονται, καθορίζεται από τη δύναμη των συνειρμών και τη σχέση τους με ολόκληρη την ψυχική κατάσταση του ατόμου. Για έναν ακόμη παράγοντα, από τον οποίο εξαρτάται η δύναμη των συνειρμών, προστρέχω και πάλι στο Εγχειρίδιο Ψυχολογίας του Ευάγγελου Παπανούτσου: «Η σημασία των ρυθμικών «μορφών» για τη μάθηση γνωρίζουμε από πείρα ότι είναι πολύ μεγάλη. Δύσκολοι κανόνες της γραμματικής ή του συντακτικού απομνημονεύονται εύκολα όταν διατυπωθούν με μέτρο». Ωστε ο ρυθμός, βασική παράμετρος οργάνωσης του ηχητικού χάους σε μουσική υπόσταση, δεν συντελεί μόνο στην ανάπτυξη της ικανότητας του ανθρώπου να αποκτά αντίληψη του χρόνου, αλλά προσφέρεται και ως μνημοτεχνικό μέσο· συνεπώς, η μουσική βοηθάει άμεσα στην μάθηση, την κατάκτηση, δηλαδή, της γνώσης. Μήπως όμως βοηθάει και έμμεσα;

Προ ετών, στην Ουγγαρία βρέθηκα προσκαλεσμένος του υπουργείου Πολιτισμού της χώρας αυτής, στο πλαίσιο της μελέτης μου για το μουσικοπαιδαγωγικό σύστημα Κόνταλι και της έρευνάς μου για τη μουσικοθεραπεία. Τότε μού δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ ιδρύματα και σχολεία κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης. Στην ερώτησή μου: πώς ήταν δυνατόν οι μαθητές να ασχολούνται δυο-τρεις ώρες την ημέρα με τη μουσική, καθώς προβλέπει το σχολικό πρόγραμμα, χωρίς αυτό να γίνεται εις βάρος των άλλων μαθημάτων, η απάντηση που μου δόθηκε από τους υπεύθυνους συμπυκνώνεται στα εξής: «Tο εκπαιδευτικό πρόγραμμα προβλέπει τη σοβαρή ενασχόληση με τη μουσική όλων των μαθητών και όχι μόνον εκείνων που προορίζονται για το επάγγελμα του μουσικού, και τούτο διότι θεωρείται απαραίτητη η καλλιέργεια όλων διά της μουσικής και της μουσικής από όλους. Εξάλλου, οι έρευνες ειδικών παιδαγωγών, ψυχολόγων και μουσικολόγων απέδειξαν πως η ενασχόληση με τη μουσική συντείνει στην εμπέδωση άλλων γνώσεων, ώστε οι δείκτες απόδοσης των μαθητών είναι ανώτεροι από τον μέσο δείκτη μαθητών που δεν ασχολούνται με τη μουσική». Το συμπέρασμα αυτό των Ούγγρων ειδικών για τη θετική συμβολή της μουσικής στη μάθηση, ενισχύεται και από τα πορίσματα σχετικών ερευνών άλλων επιστημόνων, όπως για παράδειγμα των Ρέβερ και Ράουχε, οι οποίοι στη μελέτη τους Μουσική - Ευφυΐα - Φαντασία γράφουν σχετικά: «Οι μαθητές που εκπαιδεύονται εντατικά στη μουσική μαθαίνουν γενικά ευκολότερα».

Η αρχή «μουσική για όλους και από όλους» είναι η δημοκρατικότερη, αφού η τήρησή της καταργεί κάθε είδους διάκριση, και θα 'λεγα, πως δεν αναιρείται από οποιαδήποτε σκοπιά κι αν θεωρηθεί. Σχετικά πρόσφατες έρευνες απέδειξαν πως δεν απαιτείται εξαιρετικό ταλέντο για να επιδοθεί κανείς στη μουσική και πως άτομα όχι ιδιαίτερα προικισμένα μπορούν να φτάσουν σε επίπεδο τέτοιο, που να τους επιτρέπει να τη χαρούν όχι μόνον ως καλοί -με άλλα λόγια- ως προϊδεασμένοι ακροατές, αλλά και ως καλοί εκτελεστές. Η μουσικολόγος και μουσικοθεραπεύτρια Φριντερίκε Γκράζενμαν, στη μελέτη της για τη μουσικοθεραπεία γράφει: «Σήμερα έχει επικρατήσει η ασφαλώς ορθή αντίληψη ότι δεν υπάρχουν άμουσα παιδιά». Οι διαπιστώσεις αυτές αίρουν τις προκαταλήψεις, αναιρούν το προνόμιο της «ιδιοχρησίας» της μουσικής από τους ιδιοφυείς και μόνο, και συνεπώς καταργεί τις διακρίσεις ανάμεσα στα υγιή άτομα. Η μουσική καταργεί επίσης τη διάκριση ανάμεσα σε υγιείς και ασθενείς, διότι διαθέτει τόσα μέσα (από τα πιο στοιχειώδη έως τα πιο πολύπλοκα), τρόπους και συσχετισμούς (από τους πιο απλούς ώς τους πιο σύνθετους), ώστε προσφέρεται σε όλους, ανεξάρτητα από δείκτη νοημοσύνης, δηλαδή, και στα άτομα που η νοημοσύνη υστερεί ή η νοητική ωρίμαση καθυστερεί, και στους ιδιοφυείς (έχουν επισημανθεί, άλλωστε, η ιδιαίτερη κλίση και οι σημαντικές επιδόσεις στη μουσική παιδιών που πάσχουν από το σύνδρομο Ντάουν). Η μουσικοθεραπεία, υπό την ευρύτερή της έννοια, όχι μόνον δεν διακρίνει υγιείς από ασθενείς, αλλά απορρίπτει τη διάκριση αυτή, θεωρώντας, όπως γράφτηκε παραπάνω, πως η αρρώστια είναι ένα μουσικό πρόβλημα που μπορεί να βρει τη λύση του.

Η αρχή «μουσική για όλους και από όλους», καταργεί τις κοινωνικές-ταξικές διακρίσεις, με την έννοια ότι, όχι μόνο δίνει το δικαίωμα σε κάθε πολίτη να θεραπεύει τη μουσική -μία από τις Καλές Τέχνες- και να θεραπεύεται δι' αυτής, αλλά διότι εμπεριέχει συγχρόνως την υποχρέωση της πολιτείας να μεριμνά για την ψυχική, πνευματική και σωματική υγεία των πολιτών τόσο στον τομέα της πρόληψης όσο και της περίθαλψης. Πολλά ψυχικά τραύματα και συμπλέγματα μειονεξίας, γενεσιουργές αιτίες πολλών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, οφείλονται στις ανισότητες που δημιουργούνται από άνισες προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση των κοινωνικών αγαθών ή από την ευνοιοκρατική παροχή τους.

Η μουσική δεν γνωρίζει γλωσσικές-φυλετικές διαφορές, και ως μέσο, που δεν στηρίζεται στον λόγο, επιτρέπει την επικοινωνία των αλλόγλωσσων. Γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα σ' αυτούς που στερούνται της ικανότητας ομιλίας ή ανάμεσα σ' εκείνους που έχουν και σε όσους δεν έχουν την ικανότητα αυτή. Είναι φανερό πως στην τελευταία αυτή δυνατότητα βασίζεται η συμβολή της μουσικής στη λογοθεραπεία. Η λογοθεραπεύτρια Χάνα Φακ γράφει στην προαναφερθείσα μελέτη της: «Η μουσικοθεραπεία ανοίγει δρόμους επικοινωνίας· το παιδί διά της μουσικής αποκτά πείρα μιας προγλωσσικής επικοινωνίας». Που σημαίνει, ότι η μουσικοθεραπεία, ενώ δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την κατανόηση της έναρθρης λαλιάς, «συμβάλλει αποφασιστικά και στη γέννηση, ανάπτυξη και εξέλιξή της».

Η μουσική, τέλος, γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στις γενιές που συνεχώς διευρύνεται. Χαρακτηριστικά φαινόμενα της οικογενειακής ζωής (όσο αυτή υφίσταται ακόμη) των λεγόμενων αναπτυγμένων ή αναπτυσσόμενων χωρών είναι: πρώτον, η πλήρης απομάκρυνση και ασυνεννοησία παιδιών και γονιών, ώστε ένας μεγάλος αριθμός οικογενειών θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως συμβατική, συμβιβαστική ή αναγκαστική συμβίωση· δεύτερο, η αποβολή από την οικογένεια των ατόμων της τρίτης ηλικίας και η «νόμιμη» περιθωριοποίησή τους.

Θα ήταν υπερβολικό να ισχυρισθεί κανείς πως η μουσική μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας· όμως: καμιά λύση δεν μπορεί και δεν θα 'πρεπε να αγνοήσει τον θετικό παράγοντα της μουσικής, το μέσο που αποκαθιστά με τον επαγωγικότερο τρόπο την επικοινωνία, διότι δίνει σε όλους τις ίδιες προϋποθέσεις συμμετοχής, διότι ωφελούνται όλοι εξίσου από τα αποτελέσματα της άσκησής της, διότι όλοι διαπιστώνουν στην πράξη την αναγκαιότητα της συνεργασίας, της συμβολής, του σεβασμού της εργασίας του άλλου, του πνεύματος ομαδικότητας, της εξισορρόπησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, της τήρησης των κανόνων. Η μουσική, συνεπώς, δεν γνωρίζει και ηλικία.Η ιδιότητα αυτήν την καθιστά αναγκαίο και πολύτιμο μέσο στην ομαλή και ισορροπημένη οργάνωση της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, αλλά και στην ατομική και ομαδική μουσικοθεραπευτική ομάδα. Με άλλα λόγια: συμβάλλει αποτελεσματικά και στην πρόληψη και στη θεραπεία.

Η μουσική, συνδεδεμένη με τη λύπη και τη χαρά, τη γέννηση και τον θάνατο, τον πόλεμο και την ειρήνη, τη διασκέδαση, την αισθητική βίωση, τη θρησκευτική λατρεία, τη δημιουργία, την εκπαίδευση και τόσες άλλες εκδηλώσεις και καταστάσεις της καθημερινής ζωής απευθύνεται σε όλους. Παράλληλα, ως μέσον, εξασφαλίζει στη θεραπευτική μέθοδο που τη χρησιμοποιεί, δηλαδή στη μουσικοθεραπεία, τη δυνατότητα της εξατομίκευσης· έτσι, εκείνος που καταφεύγει ή υποβάλλεται σε μουσικοθεραπευτική αγωγή δεν είναι ένας οποιοσδήποτε ασθενής, αλλά μια προσωπικότητα που έχει τις δικές της ανάγκες και προτιμήσεις, τη δική του ιδιοσυγκρασία, τον δικό του χαρακτήρα, τις δικές του συνήθειες, τα δικά του προβλήματα.

Σε μια εποχή, όπου οι βιομηχανικές προδιαγραφές της τυποποίησης των προϊόντων έχουν επιβληθεί και στην ατομική και κοινωνική ζωή, σε μια εποχή κατευθυνόμενης, μονόδρομης και παρωπιδικής κίνησης και ψυχαναγκαστικής συγκίνησης, σε μια εποχή που άτομα και ομάδες συνθέτουν μάζες ελεγχόμενης ρευστότητας και όχι πολίτες με στάση, διάσταση και αντίσταση, η μουσικοθεραπεία ανήκει στις ελάχιστες θεραπευτικές μεθόδους που υπολογίζουν στην προσωπικότητα, που υπολογίζουν την προσωπικότητα.