Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

Αναμεσα.

ΑΝΑΜΕΣΑ σε όλες τις Καλές Τέχνες, η μουσική είναι η μόνη που, ανεξάρτητα από θεωρίες για την καταγωγή, τη γένεση, τη φύση και τη λειτουργία της, χρησιμοποιήθηκε τόσο πλατιά και διαχρονικά και ως θεραπευτικό μέσο. Είναι αληθινά παράδοξο ότι, ενώ για τη φύση και τον σκοπό της μουσικής, φιλοσοφία και επιστήμες δεν μπόρεσαν ποτέ να συμφωνήσουν, οι θεραπευτικές ιδιότητές της γνώρισαν καθολική αναγνώριση. Εύλογο συνεπώς και το ερώτημα: σε τι οφείλει η μουσική τη δυνατότητα να εισέρχεται στην περιοχή της επιστήμης δίχως να εγκαταλείπει τον χώρο της τέχνης; Ποιες ιδιότητες συνιστούν αυτήν την ιδιαιτερότητά της να γίνεται εργαλείο στα χέρια των μουσικοθεραπευτών, των ψυχιάτρων, των φυσιοθεραπευτών, των ειδικών παιδαγωγών, και μάλιστα τόσο αποτελεσματικό, ώστε να έχει διατυπωθεί (Νοβάλις) η άποψη, πως «η κάθε ασθένεια είναι ένα μουσικό πρόβλημα και η θεραπεία μια μουσική λύση;».

Η Αγ. Καικιλία, προστάτις της μουσικής, ανάμεσα στον απόστολο Παύλο, τον ευαγγελιστή Ιωάννη, τον Αυγουστίνο και τη Μαγδαληνή. Ο πίνακας αυτός του Ραφαήλ, φιλοτεχνημένος το 1514, βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Μπολόνια.
Προτού επιχειρηθεί οποιαδήποτε απάντηση, θεωρείται σκόπιμο, πρώτον: να διευκρινισθεί ότι η ιδιαιτερότητα της μουσικής δεν οφείλεται στην αποκλειστικότητα των καθέκαστα ιδιοτήτων, αλλά στη συγκέντρωση και στη σύνθεση πολλών ιδιοτήτων, που τής προσδίδουν έναν χαρακτήρα μοναδικό· δεύτερο: να τονιστεί ότι η μουσικοθεραπεία δεν υποκαθιστά τη φαρμακευτική αγωγή, την ψυχοθεραπεία, την ψυχανάλυση, τη φυσιοθεραπεία, την εργοθεραπεία, την ειδική παιδαγωγική· είναι μέσον, μέθοδος που έρχεται συνεπίκουρος όλων των άλλων επιστημονικών μέσων και μεθόδων. Ενώ, όμως, η μουσική δρα με αυτοτέλεια, παράλληλα, (και αυτό αποτελεί μια από τις βασικές ιδιότητες που συνθέτουν την ιδιαιτερότητά της), δρα ως καταλύτης και συντελεί στην ομαλότερη πορεία και εφαρμογή της όλης θεραπευτικής αγωγής. Η μουσικοθεραπεύτρια Χάνα Φακ, γράφει σχετικά: «Στη μουσικοθεραπεία ανατίθεται ο ειδικός ρόλος της προετοιμασίας· ανοίγει τον δρόμο για την εφαρμογή άλλων θεραπευτικών μεθόδων, δεδομένου ότι ενεργοποιεί θετικές διαδικασίες για την επικοινωνία με το περιβάλλον, την κίνηση, την ανάπτυξη της ικανότητας του λόγου, τη νοητική ωρίμαση». Η ερευνήτρια aντελαϊντ Χούμπερ ενισχύει την παραπάνω άποψη, επικαλούμενη τις εκθέσεις πολλών ερευνητικών κέντρων της Ευρώπης και της Αμερικής, σύμφωνα με τις οποίες «τα αυτιστικά παιδιά επιτυγχάνουν καλύτερες επιδόσεις όταν οι προσπάθειες που τους ανατίθενται, συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με τη μουσική».2 Η μουσική, με την υποκινητική, παρορμητική της δύναμη, συντελεί στην κατανίκηση των αναστολών και του φόβου. Εξάλλου, η επενέργειά της στηρίζεται στην ηδονοθηρική φύση του ανθρώπου· το ευχάριστο άκουσμα λειτουργεί ως κίνητρο, η πράξη αποκτά νόημα, γίνεται επιδίωξη. Η συγκίνηση μεταβάλλεται σε κίνηση. «Η θέληση για κίνηση», γράφει η γνωστή μουσικοθεραπεύτρια Γερτρούδη Oρφ που εφάρμοσε το σύστημα Oρφ στη μουσικοθεραπευτική πράξη, «είναι πολύ σημαντικός παράγων για τη λειτουργία της κίνησης. [...] Οι ασκήσεις αποκτούν νόημα στο πλαίσιο μιας μουσικής πράξης, που δεν αντιμετωπίζεται από τον ασθενή ως άνωθεν επιβαλλόμενη υποχρέωσή του. Η επανάληψη ασκήσεων συνοδευμένη από μια ρυθμική φράση, συντελείται υπαγορευμένη από μια μουσική αναγκαιότητα». Και καταλήγει: «Δεν είναι ολιγότερο επιστημονικές ή μικρότερης θεραπευτικής αξίας τέτοιου είδους ασκήσεις, που χάρη στη ρυθμική ή μελωδική συνοδεία μεταβάλλονται σε παιχνίδι». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η λέξη «παίζω» χρησιμοποιείται σε τόσες γλώσσες για να ονομαστεί και να περιγραφεί η πράξη της εκτέλεσης ενός μουσικού έργου. Πέρα από κάθε γλωσσολογική άποψη, η σύμπτωση της σήμανσης της ίδιας πράξης με την ίδια λέξη σε περισσότερες γλώσσες, φανερώνει πως η διάθεση του ανθρώπου για τη μουσική έχει άμεση σχέση με τη διάθεσή του για παιχνίδι. Και το σωστό παιχνίδι είναι, ίσως, ο αποτελεσματικότερος τρόπος στην άσκηση της αγωγής, είτε με την παιδαγωγική έννοια, είτε με την έννοια της θεραπευτικής αγωγής. Η εναλλακτική και ταυτόχρονα συνδυαστική δυνατότητα, η μουσική να αντιμετωπίζεται και ως τέχνη και ως παιχνίδι, αποτελεί μια ακόμη ιδιότητα από εκείνες που συνθέτουν τη ιδιαιτερότητά της· και όχι την τελευταία.

Η μουσική διαθέτει το εξαιρετικό πλεονέκτημα να επενεργεί όχι μόνο ως κατ' εξοχήν ακουστικό γεγονός-ερέθισμα, αλλά και ως οπτικό και ως απτικό· επιστρατεύει, δηλαδή, τρεις από τις πέντε αισθήσεις του ανθρώπου: την ακοή, την όραση και την αφή. Τα μουσικά όργανα παράγουν ακουστικά ερεθίσματα, η θέαση των οργάνων και της μουσικής σημειογραφίας γεννά αισθήματα οπτικά, ενώ το απλό άγγιγμά των οργάνων κατά τους χειρισμούς που απαιτούνται για να αποδώσουν ήχο, προκαλεί αισθήματα θερμοκρασίας, πίεσης, πόνου και βέβαια, μυϊκά, που δίνουν πληροφορίες για τη θέση των μελών του σώματος, τις κινήσεις τους και την αντίστασή τους απέναντι στα αντικείμενα του φυσικού κόσμου. Συνεπώς, η ακρόαση, πολύ περισσότερο η άσκηση της μουσικής, εξασφαλίζει το μέγιστο δυνατό αριθμό παραστάσεων. Τη σημασία του γεγονότος αυτού αντιλαμβάνεται κανείς όταν αναλογισθεί ότι «η ικανότητα του ανθρώπου να αποταμιεύει τις εντυπώσεις του με τη μορφή παραστάσεων και να έχει τις πληροφορίες τούτου του είδους στη διάθεσή του, όταν τις χρειάζεται για να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, είναι ένα από τα πνευματικά προσόντα που έδωσαν στον άνθρωπο το προβάδισμα μέσα στο βασίλειο των ζώων».

Το σπουδαιότερο μουσικό όργανο, που διακρίνεται για τις ανεξάντλητες τεχνικές και εκφραστικές του ικανότητες είναι η ανθρώπινη φωνή. Αριστερά η Μαρία Κάλλας σε δοκιμή για τον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι στη Σκάλα του Μιλάνου το 1951.
Η μουσική, λοιπόν, εξασφαλίζει τη δυνατότητα για μια πολύ-αισθητηριακή αντίληψη του κόσμου. Αυτό προσθέτει μια ακόμη ιδιότητα, από εκείνες που συνθέτουν την ιδιαιτερότητά της, οι οποίες μάλιστα πληθαίνουν όσο προχωρεί κανείς στη θεώρηση των ψυχολογικών φαινομένων και ανακαλύπτει νέες σχέσεις. Θα αναφερθώ σε μερικές μόνο. Σύμφωνα με τη Γενική Ψυχολογία η δύναμη των συνειρμών εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι η προσοχή. Επίσης, στην επιλογή των συνειρμών κατά την ανάπλαση παίζει ρόλο η ψυχική διάθεση. Oχι μόνο η καθημερινή εμπειρία, αλλά και οι παρατηρήσεις των ειδικών (μουσικοθεραπευτών, παιδαγωγών, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών) οδηγούν στη διαπίστωση ότι με τους ανεξάντλητους τρόπους της, με τα ποικίλα ερεθίσματά της, η μουσική αποδεικνύεται το πιο ενδεδειγμένο μέσο για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος και τη συγκράτηση της προσοχής, για τη γέννηση ευχάριστων συναισθημάτων και την ανάπλαση ενός προσφιλούς κόσμου παραστάσεων. Για ένα τρομαγμένο αυτιστικό παιδί (που αποστρέφεται το περιβάλλον και εκδηλώνει τον φόβο από τον οποίο διακατέχεται με μια επίμονη στερεοτυπία και αδιαπέραστη ενδοστρέφεια), ή για ένα ανήσυχο, ερειστικό παιδί (που καταστρέφει κάθε γέφυρα επικοινωνίας με το περιβάλλον), ή ακόμη για το άτομο που βασανίζεται από ακατανίκητη μελαγχολία, η σημασία αυτής της διαπίστωσης ενισχύει πολλαπλά τη μοναδικότητα της μουσικής και της εξασφαλίζει τις ιδιότητες που συντρέχουν ώστε να στηριχτεί επ' αυτής μια θεραπευτική μέθοδος με τόσο πλατιά διάδοση και τόσες εφαρμογές όπως η μουσικοθεραπεία.

Η πολύ-αισθητηριακή επενέργεια της μουσικής και η εμψυχωτική, παρορμητική της δύναμη εξασφαλίζει τις φυσικές προϋποθέσεις, ενδυναμώνει τη βούληση και αυξάνει το ψυχικό σθένος. Eτσι, ακόμη και η απώλεια της όρασης δεν στάθηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο και κατανικήθηκε από μουσικοπαιδαγωγούς, όπως ο αείμνηστος Χαράλαμπος Παπαλάμπρου, καθηγητής της φωνητικής και δάσκαλός μου, καθώς και ο διακεκριμένος πιανίστας Γιώργος Θέμελης. Ο μουσικός, ιδίως εκείνος που παίζει όργανο, ποτέ δεν κινδυνεύει να πάψει να «ακούει» νοερά τη μουσική· την τρανότερη απόδειξη γι' αυτό προσφέρει η Ιστορία της Μουσικής στο πρόσωπο του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.

Γεννάται, φυσικά, το ερώτημα, αν και τι μπορεί να προσφέρει η μουσική σε περίπτωση κώφωσης. Η απάντηση της επιστήμης είναι θετική. Σε περίπτωση παντελούς έλλειψης ακοής το ακουστικό αίσθημα αντικαθίσταται από το απτικό· ο παλμός της χορδής ενός εγχόρδου οργάνου, η δόνηση της μεμβράνης ενός τυμπάνου, η παλλόμενη επιφάνεια ενός πνευστού, σε συνδυασμό με τις οπτικές παραστάσεις των οργάνων, των μουσικών συμβόλων, των ζωγραφικών παραστάσεων του μουσικού κειμένου, όπως επίσης σε συνδυασμό με τις κινητικές παραστάσεις και τον χορό, υποκαθιστούν τον ήχο και δεν αποκλείουν το «μουσικό» βίωμα. Αλλά και σε περιπτώσεις βαρύτατων παθολογικών καταστάσεων, παιδιών χωρίς ουδεμία αισθητηριακή πρόσβαση στο περιβάλλον, η παλμική δόνηση ενός οργάνου που έρχεται σε επαφή με το σώμα τους (τα οστά του κρανίου), αρκεί πολλές φορές για να ξυπνήσει τα «κοιμισμένα» νευρικά και εγκεφαλικά κύτταρα. Αυτή η πρώτη αφύπνιση μπορεί να φέρει μια αρχικά ισχνή σύνδεση και επικοινωνία με το περιβάλλον, αλλά ιδιαίτερα αναγκαία για την περαιτέρω θεραπευτική αγωγή και βελτίωση της κατάστασης.

Η σπουδαιότητα των μουσικών οργάνων έγκειται: 1) στο γεγονός ότι τροφοδοτούν τη συνείδηση με πληροφορίες, όπως τα σχήματα, το μέγεθος, οι διαστάσεις, τα χρώματα, το βάρος, τα υλικά κατασκευής, οι κρότοι, οι μουσικοί ήχοι, η ένταση, η διάρκεια, το ύψος, το χρώμα των τόνων και τόσες άλλες, απαραίτητες για την αντίληψη του περιβάλλοντος κόσμου και 2) στο ότι αποτελούν κατά κάποιο τρόπο προέκταση των μελών του σώματος, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις αναπηριών που αφορούν τα άνω ή τα κάτω άκρα· στο ανάπηρο μέλος (άνω άκρο) μπορεί να προσδεθεί το δοξάρι ενός εγχόρδου.

Εξάλλου, το σπουδαιότερο μουσικό όργανο, εκείνο που διακρίνεται για τις ανεξάντλητες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες, το φωνητικό, είναι ενσωματωμένο στον ανθρώπινο οργανισμό. Επίσης, καθώς είναι γνωστό, στη μουσική των πρωτόγονων και των εξω-ευρωπαϊκών πολιτισμών, αλλά και στη δημοτική μας μουσική, το ίδιο το σώμα χρησιμοποιείται για μουσικό όργανο (θυμίζω τα ποδοκροτήματα, τις κρούσεις των χεριών μεταξύ τους ή πάνω στο σώμα - τρόποι ρυθμικών τονισμών ή ρυθμικών σχημάτων συνοδευτικών του τραγουδιού και του χορού). Η άμεση, σωματική αίσθηση του ρυθμού συντελεί αποφασιστικά στο να αποκτηθούν οι γνώσεις της διάρκειας και των χρονικών σχέσεων, του ταυτόχρονου και της διαδοχής, γνώσεις απαραίτητες για την αντίληψη του χρόνου. Σχετικά με την αντίληψη του χρόνου, τόσο βασική προϋπόθεση για την γνώση του κόσμου και για την ενσυνείδητη παρουσία του ανθρώπου μέσα σ' αυτόν, ας προστεθεί πως η μουσική, ως φαινόμενο εξελισσόμενο μέσα στον χρόνο, διαθέτει μια ιδιότητα μοναδική: χάρη στη μνήμη και στη φαντασία, σε κάθε στιγμή της συναντώνται και συνυπάρχουν ό,τι προηγήθηκε με αυτό που έπεται, ώστε το παρόν συμβιώνει με το παρελθόν και το μέλλον. Ακριβώς αυτή η διαρκής «βίωση σε τρεις χρόνους», η συνείδηση, δηλαδή, του ανθρώπου, όχι μόνο ότι υπάρχει αλλά ότι υπήρξε και θα υπάρξει, αποτελεί βασική, ειδοποιό διαφορά που τον διακρίνει από το ζώο.


Η συνειρμική ανάπλαση παραστάσεων (χάρη στην οποία άτομα μουσικώς εκπαιδευμένα, όταν χάνουν την αίσθηση της ακοής εξακολουθούν να ακούν νοερά τη μουσική, βλέποντας το μουσικό κείμενο ή εκτελώντας το έργο με οποιοδήποτε όργανο) δεν γίνεται φυσικά τυχαία· σύμφωνα με τα δεδομένα της Γενικής Ψυχολογίας η επιλογή των παραστάσεων που αναπλάθονται, καθορίζεται από τη δύναμη των συνειρμών και τη σχέση τους με ολόκληρη την ψυχική κατάσταση του ατόμου. Για έναν ακόμη παράγοντα, από τον οποίο εξαρτάται η δύναμη των συνειρμών, προστρέχω και πάλι στο Εγχειρίδιο Ψυχολογίας του Ευάγγελου Παπανούτσου: «Η σημασία των ρυθμικών «μορφών» για τη μάθηση γνωρίζουμε από πείρα ότι είναι πολύ μεγάλη. Δύσκολοι κανόνες της γραμματικής ή του συντακτικού απομνημονεύονται εύκολα όταν διατυπωθούν με μέτρο». Ωστε ο ρυθμός, βασική παράμετρος οργάνωσης του ηχητικού χάους σε μουσική υπόσταση, δεν συντελεί μόνο στην ανάπτυξη της ικανότητας του ανθρώπου να αποκτά αντίληψη του χρόνου, αλλά προσφέρεται και ως μνημοτεχνικό μέσο· συνεπώς, η μουσική βοηθάει άμεσα στην μάθηση, την κατάκτηση, δηλαδή, της γνώσης. Μήπως όμως βοηθάει και έμμεσα;

Προ ετών, στην Ουγγαρία βρέθηκα προσκαλεσμένος του υπουργείου Πολιτισμού της χώρας αυτής, στο πλαίσιο της μελέτης μου για το μουσικοπαιδαγωγικό σύστημα Κόνταλι και της έρευνάς μου για τη μουσικοθεραπεία. Τότε μού δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ ιδρύματα και σχολεία κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης. Στην ερώτησή μου: πώς ήταν δυνατόν οι μαθητές να ασχολούνται δυο-τρεις ώρες την ημέρα με τη μουσική, καθώς προβλέπει το σχολικό πρόγραμμα, χωρίς αυτό να γίνεται εις βάρος των άλλων μαθημάτων, η απάντηση που μου δόθηκε από τους υπεύθυνους συμπυκνώνεται στα εξής: «Tο εκπαιδευτικό πρόγραμμα προβλέπει τη σοβαρή ενασχόληση με τη μουσική όλων των μαθητών και όχι μόνον εκείνων που προορίζονται για το επάγγελμα του μουσικού, και τούτο διότι θεωρείται απαραίτητη η καλλιέργεια όλων διά της μουσικής και της μουσικής από όλους. Εξάλλου, οι έρευνες ειδικών παιδαγωγών, ψυχολόγων και μουσικολόγων απέδειξαν πως η ενασχόληση με τη μουσική συντείνει στην εμπέδωση άλλων γνώσεων, ώστε οι δείκτες απόδοσης των μαθητών είναι ανώτεροι από τον μέσο δείκτη μαθητών που δεν ασχολούνται με τη μουσική». Το συμπέρασμα αυτό των Ούγγρων ειδικών για τη θετική συμβολή της μουσικής στη μάθηση, ενισχύεται και από τα πορίσματα σχετικών ερευνών άλλων επιστημόνων, όπως για παράδειγμα των Ρέβερ και Ράουχε, οι οποίοι στη μελέτη τους Μουσική - Ευφυΐα - Φαντασία γράφουν σχετικά: «Οι μαθητές που εκπαιδεύονται εντατικά στη μουσική μαθαίνουν γενικά ευκολότερα».

Η αρχή «μουσική για όλους και από όλους» είναι η δημοκρατικότερη, αφού η τήρησή της καταργεί κάθε είδους διάκριση, και θα 'λεγα, πως δεν αναιρείται από οποιαδήποτε σκοπιά κι αν θεωρηθεί. Σχετικά πρόσφατες έρευνες απέδειξαν πως δεν απαιτείται εξαιρετικό ταλέντο για να επιδοθεί κανείς στη μουσική και πως άτομα όχι ιδιαίτερα προικισμένα μπορούν να φτάσουν σε επίπεδο τέτοιο, που να τους επιτρέπει να τη χαρούν όχι μόνον ως καλοί -με άλλα λόγια- ως προϊδεασμένοι ακροατές, αλλά και ως καλοί εκτελεστές. Η μουσικολόγος και μουσικοθεραπεύτρια Φριντερίκε Γκράζενμαν, στη μελέτη της για τη μουσικοθεραπεία γράφει: «Σήμερα έχει επικρατήσει η ασφαλώς ορθή αντίληψη ότι δεν υπάρχουν άμουσα παιδιά». Οι διαπιστώσεις αυτές αίρουν τις προκαταλήψεις, αναιρούν το προνόμιο της «ιδιοχρησίας» της μουσικής από τους ιδιοφυείς και μόνο, και συνεπώς καταργεί τις διακρίσεις ανάμεσα στα υγιή άτομα. Η μουσική καταργεί επίσης τη διάκριση ανάμεσα σε υγιείς και ασθενείς, διότι διαθέτει τόσα μέσα (από τα πιο στοιχειώδη έως τα πιο πολύπλοκα), τρόπους και συσχετισμούς (από τους πιο απλούς ώς τους πιο σύνθετους), ώστε προσφέρεται σε όλους, ανεξάρτητα από δείκτη νοημοσύνης, δηλαδή, και στα άτομα που η νοημοσύνη υστερεί ή η νοητική ωρίμαση καθυστερεί, και στους ιδιοφυείς (έχουν επισημανθεί, άλλωστε, η ιδιαίτερη κλίση και οι σημαντικές επιδόσεις στη μουσική παιδιών που πάσχουν από το σύνδρομο Ντάουν). Η μουσικοθεραπεία, υπό την ευρύτερή της έννοια, όχι μόνον δεν διακρίνει υγιείς από ασθενείς, αλλά απορρίπτει τη διάκριση αυτή, θεωρώντας, όπως γράφτηκε παραπάνω, πως η αρρώστια είναι ένα μουσικό πρόβλημα που μπορεί να βρει τη λύση του.

Η αρχή «μουσική για όλους και από όλους», καταργεί τις κοινωνικές-ταξικές διακρίσεις, με την έννοια ότι, όχι μόνο δίνει το δικαίωμα σε κάθε πολίτη να θεραπεύει τη μουσική -μία από τις Καλές Τέχνες- και να θεραπεύεται δι' αυτής, αλλά διότι εμπεριέχει συγχρόνως την υποχρέωση της πολιτείας να μεριμνά για την ψυχική, πνευματική και σωματική υγεία των πολιτών τόσο στον τομέα της πρόληψης όσο και της περίθαλψης. Πολλά ψυχικά τραύματα και συμπλέγματα μειονεξίας, γενεσιουργές αιτίες πολλών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, οφείλονται στις ανισότητες που δημιουργούνται από άνισες προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση των κοινωνικών αγαθών ή από την ευνοιοκρατική παροχή τους.

Η μουσική δεν γνωρίζει γλωσσικές-φυλετικές διαφορές, και ως μέσο, που δεν στηρίζεται στον λόγο, επιτρέπει την επικοινωνία των αλλόγλωσσων. Γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα σ' αυτούς που στερούνται της ικανότητας ομιλίας ή ανάμεσα σ' εκείνους που έχουν και σε όσους δεν έχουν την ικανότητα αυτή. Είναι φανερό πως στην τελευταία αυτή δυνατότητα βασίζεται η συμβολή της μουσικής στη λογοθεραπεία. Η λογοθεραπεύτρια Χάνα Φακ γράφει στην προαναφερθείσα μελέτη της: «Η μουσικοθεραπεία ανοίγει δρόμους επικοινωνίας· το παιδί διά της μουσικής αποκτά πείρα μιας προγλωσσικής επικοινωνίας». Που σημαίνει, ότι η μουσικοθεραπεία, ενώ δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την κατανόηση της έναρθρης λαλιάς, «συμβάλλει αποφασιστικά και στη γέννηση, ανάπτυξη και εξέλιξή της».

Η μουσική, τέλος, γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στις γενιές που συνεχώς διευρύνεται. Χαρακτηριστικά φαινόμενα της οικογενειακής ζωής (όσο αυτή υφίσταται ακόμη) των λεγόμενων αναπτυγμένων ή αναπτυσσόμενων χωρών είναι: πρώτον, η πλήρης απομάκρυνση και ασυνεννοησία παιδιών και γονιών, ώστε ένας μεγάλος αριθμός οικογενειών θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως συμβατική, συμβιβαστική ή αναγκαστική συμβίωση· δεύτερο, η αποβολή από την οικογένεια των ατόμων της τρίτης ηλικίας και η «νόμιμη» περιθωριοποίησή τους.

Θα ήταν υπερβολικό να ισχυρισθεί κανείς πως η μουσική μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας· όμως: καμιά λύση δεν μπορεί και δεν θα 'πρεπε να αγνοήσει τον θετικό παράγοντα της μουσικής, το μέσο που αποκαθιστά με τον επαγωγικότερο τρόπο την επικοινωνία, διότι δίνει σε όλους τις ίδιες προϋποθέσεις συμμετοχής, διότι ωφελούνται όλοι εξίσου από τα αποτελέσματα της άσκησής της, διότι όλοι διαπιστώνουν στην πράξη την αναγκαιότητα της συνεργασίας, της συμβολής, του σεβασμού της εργασίας του άλλου, του πνεύματος ομαδικότητας, της εξισορρόπησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, της τήρησης των κανόνων. Η μουσική, συνεπώς, δεν γνωρίζει και ηλικία.Η ιδιότητα αυτήν την καθιστά αναγκαίο και πολύτιμο μέσο στην ομαλή και ισορροπημένη οργάνωση της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, αλλά και στην ατομική και ομαδική μουσικοθεραπευτική ομάδα. Με άλλα λόγια: συμβάλλει αποτελεσματικά και στην πρόληψη και στη θεραπεία.

Η μουσική, συνδεδεμένη με τη λύπη και τη χαρά, τη γέννηση και τον θάνατο, τον πόλεμο και την ειρήνη, τη διασκέδαση, την αισθητική βίωση, τη θρησκευτική λατρεία, τη δημιουργία, την εκπαίδευση και τόσες άλλες εκδηλώσεις και καταστάσεις της καθημερινής ζωής απευθύνεται σε όλους. Παράλληλα, ως μέσον, εξασφαλίζει στη θεραπευτική μέθοδο που τη χρησιμοποιεί, δηλαδή στη μουσικοθεραπεία, τη δυνατότητα της εξατομίκευσης· έτσι, εκείνος που καταφεύγει ή υποβάλλεται σε μουσικοθεραπευτική αγωγή δεν είναι ένας οποιοσδήποτε ασθενής, αλλά μια προσωπικότητα που έχει τις δικές της ανάγκες και προτιμήσεις, τη δική του ιδιοσυγκρασία, τον δικό του χαρακτήρα, τις δικές του συνήθειες, τα δικά του προβλήματα.

Σε μια εποχή, όπου οι βιομηχανικές προδιαγραφές της τυποποίησης των προϊόντων έχουν επιβληθεί και στην ατομική και κοινωνική ζωή, σε μια εποχή κατευθυνόμενης, μονόδρομης και παρωπιδικής κίνησης και ψυχαναγκαστικής συγκίνησης, σε μια εποχή που άτομα και ομάδες συνθέτουν μάζες ελεγχόμενης ρευστότητας και όχι πολίτες με στάση, διάσταση και αντίσταση, η μουσικοθεραπεία ανήκει στις ελάχιστες θεραπευτικές μεθόδους που υπολογίζουν στην προσωπικότητα, που υπολογίζουν την προσωπικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: